- λευστῆρα
- λευστήρone who stonesmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευστήρ — λευστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ο άξιος λιθοβολισμού 2. τύραννος, δυνάστης 3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ (πρβλ. λεύσ ω, μέλλ. τού λεύω) + επίθημα τήρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek